κίβδηλος

κίβδηλος
-η, -ο (ΑΜ κίβδηλος, -ον)
1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.)
2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός («νόθα και κίβδηλα θωπεύματα», Πλούτ.)
νεοελλ.
(για χαρτονομίσματα) πλαστός, κάλπικος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo κίβδηλον
η δολιότητα, η απάτη
αρχ.
ο μη γνήσιος («ἱμάτιον ἐκ δύο ὑφασμένον κίβδηλον οὐ ἐπιβαλεῑς σεαυτῷ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίβδος (κράμα μετάλλων με το οποίο νοθευόταν ο χρυσός). Η αρχική σημ., που ήταν «από νοθευμένο πολύτιμο μέταλλο», γενικεύθηκε σε «νοθευμένος, παραχαραγμένος, πλαστός, ψεύτικος».
ΠΑΡ. κιβδηλεύω, κιβδηλία
αρχ.
κίβδηλις, κιβδηλιώ
μσν.
κιβδήλιος
νεοελλ.
κιβδηλότητα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. κιβδηλοποιείο, κιβδηλοποιία, κιβδηλοποιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίβδηλος — adulterated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίβδηλος — η, ο 1. νοθευμένος, κάλπικος, πλαστός: Έχει κίβδηλα χαρτονομίσματα. 2. δόλιος, ανειλικρινής: Πρόκειται για κίβδηλο άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιβδηλότατον — κίβδηλος adulterated masc acc superl sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλως — κίβδηλος adulterated adverbial κίβδηλος adulterated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίβδηλον — κίβδηλος adulterated masc/fem acc sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδηλοτάτην — κίβδηλος adulterated fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλοιο — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλοις — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλοισι — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλου — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”